Συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν: Τα «ήρεμα νερά» ως παγίδα φινλανδοποίησης

Συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν: Τα «ήρεμα νερά» ως παγίδα φινλανδοποίησης


του Δημήτρη Γκάζη

Με εκφρασμένο στόχο από ελληνικής πλευράς τη «διατήρηση του ήρεμου κλίματος», μεταβαίνει στην Άγκυρα την προσεχή Δευτέρα, 13/5, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, την ώρα που ο Τούρκος πρόεδρος Τ. Ερντογάν στέλνει μήνυμα πως «δεν υπάρχει πρόβλημα που να μην λύνεται με διάλογο». Την ίδια στιγμή που συνεχίζει τις προκλήσεις και τα τετελεσμένα σε όλα τα μέτωπα (Κυπριακό, NAVTEX στο Αιγαίο, μετατροπή της Μονής της Χώρας σε Τζαμί κ.ά.). Η επανεκκίνηση του ελληνοτουρκικού διαλόγου, μετά από ΝΑΤΟϊκή παραγγελία, εγκαινιάστηκε στη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν τον Ιούλιο του 2023 στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους, επισημοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2023 με την υπογραφή της «Διακήρυξης των Αθηνών» και παράγει απτά αποτελέσματα τόσο στο επίπεδο του λεγόμενου «πολιτικού διαλόγου» όσο και σε αυτό της «θετικής ατζέντας», που αναμένεται να επανεπιβεβαιωθούν και στη συνάντηση της Άγκυρας.

Παρά τη γεωπολιτική καταιγίδα στην περιοχή μας, με ενεργά τα μέτωπα σε Ουκρανία και Μ. Ανατολή και παρά τα κατά καιρούς σύννεφα στις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση (και το Ισραήλ), η ελληνοτουρκική προσέγγιση μοιάζει να κινείται ανεπηρέαστη με γοργούς ρυθμούς. Οι ΗΠΑ θέλουν να σταθεροποιήσουν τη Ν.Α. πτέρυγα του ΝΑΤΟ, προσελκύοντας την «ανεξέλεγκτη» Τουρκία στο δυτικό άρμα, προσφέροντας ως δώρο λύσεις «συνεκμετάλλευσης» με την Ελλάδα. Η Τουρκία παζαρεύει τη νομιμοποίηση των τετελεσμένων επί του εδάφους και των επεκτατικών της διεκδικήσεων με στόχο να καταστεί κυρίαρχη περιφερειακή δύναμη, επιβάλλοντας –με τον έναν ή τον άλλο τρόπο– ρόλο δορυφόρου σε χώρες όπως η Ελλάδα. Ενώ η ελληνική εξωτερική πολιτική δείχνει εγκλωβισμένη στη λογική των «ήρεμων νερών» και του «δεδομένου συμμάχου της Δύσης» και επιδιώκοντας να κερδίσει χρόνο, θυσιάζει βαθμούς κυριαρχίας και ισχύος, ανοίγοντας τον δρόμο για την ουσιαστική φινλανδοποίησή της.

Επιμένει στις προκλήσεις η Τουρκία

Η ατζέντα της συνάντησης δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα γνωστή, όμως όλα δείχνουν πως έχει χαρακτήρα επιβεβαίωσης του «θετικού κλίματος» και των «ήρεμων νερών στο Αιγαίο». Άλλωστε οι δύο πυλώνες του ελληνοτουρκικού διαλόγου έχουν τους δικούς τους ρυθμούς. Από την μία πλευρά ο «πολιτικός διάλογος» για τα μείζονα ζητήματα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, που βρίσκεται στο στάδιο του «μασάζ» προς «καζάν-καζάν» λύσεις συνεκμετάλλευσης στη Ν.Α. Μεσόγειο, συναντά τα εμπόδια της νέας ανάφλεξης στη Μέση Ανατολή, από την άλλη η «θετική ατζέντα» στα ήπιας έντασης ζητήματα φαίνεται να προχωρά και να παράγει ήδη απτά αποτελέσματα σε μια σειρά τομείς (τουρισμός, εμπορικές σχέσεις κ.α.).

Από την άλλη η Τουρκία, με τις μονομερείς της ενέργειες βάζει και άλλα ζητήματα στο τραπέζι. Μέσα σε λίγους μήνες από τη συνάντηση της Αθήνας είχαμε μια σειρά προκλητικές δηλώσεις και ενέργειες, από τις εμπρηστικές δηλώσεις Ερντογάν για τον «ημιτελή Αττίλα στην Κύπρο» μέχρι τις διαμαρτυρίες για τα Θαλάσσια Πάρκα στη μέση του Αιγαίου και από την επισημοποίηση του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας» με την εισαγωγή του στην εκπαίδευση μέχρι τη μετατροπή της Μονής της Χώρας σε Τζαμί. Η Τουρκία δεν δείχνει διατεθειμένη να υποχωρήσει σε κανένα μέτωπο και απαιτεί τη διαρκή υποχωρητικότητα της χώρας μας στα τετελεσμένα που προκαλεί, ως προαπαιτούμενο για «ήρεμα νερά στο Αιγαίο». Ο εκβιασμός είναι σαφής και δείχνει την επιδίωξη της Τουρκίας, να εκβιάσει την πλήρη παράδοση της ελληνικής πλευράς στις επιδιώξεις της. Χαρακτηριστικά επ’ αυτού είναι τα δημοσιεύματα του τουρκικού Τύπου που θέλουν τον Τούρκο πρόεδρο να είναι έτοιμος να θέσει στο τραπέζι την πρότασή του για διαμοιρασμό του πλούτου στη Ν.Α. Μεσόγειο, ανοίγοντας με τον τρόπο αυτό όλα τα μείζονα θέματα (Αιγαίο, Κύπρος, αποστρατιωτικοποίηση νησιών, ενεργειακά).

Αδιέξοδη η ελληνική πολιτική

Τον Κυριάκο Μητσοτάκη θα συνοδεύουν στη σύντομη επίσκεψή του στην Άγκυρα, ο ΥΠΕΞ Γ. Γεραπετρίτης, η υφ.ΥΠΕΞ  Αλ. Παπαδοπούλου, υπεύθυνη για τον «πολιτικό διάλογο» και ο υφ.ΥΠΕΞ Κ. Φραγκογιάννης, υπεύθυνος για τη «θετική ατζέντα». Η ελληνική κυβέρνηση επιμένει να κάνει λόγο για «θετικά βήματα» σε έναν ανηφορικό δρόμο. Η ίδια η σύνθεση του επιτελείου που συμμετέχει στον διάλογο είναι ενδεικτική των προθέσεων. Το «κόμμα της Χάγης» επιβάλλει ως εθνική εξωτερική πολιτική, με τις ευλογίες των ΗΠΑ, την υποχώρηση από εκφρασμένες εθνικές θέσεις στο όνομα της συνεργασίας με την Τουρκία.

Η ευχή –έμμεσος εκβιασμός– του Γ. Γεραπετρίτη, λίγες εβδομάδες πριν, από το Φόρουμ των Δελφών, με την δήλωση «θέλω τα παιδιά μου να ζήσουν σε μια περιοχή χωρίς να είναι με το δάχτυλο στη σκανδάλη», δίνει τον τόνο. Υπό τον φόβο του τουρκικού «μπαμπούλα» ας δεχτούμε ότι μας ζητηθεί, τόσο από τους «φίλους» Τούρκους όσο και από τους «συμμάχους» Αμερικάνους. Τώρα λίγες μέρες πριν το ταξίδι στην Άγκυρα, ο ίδιος δηλώνει πως «εάν δεν καταφέρουμε να συνεννοηθούμε, να συμφωνήσουμε σε ό,τι αφορά την οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και υφαλοκρηπίδας, τότε τουλάχιστον να μπορέσουμε να φτιάξουμε ένα συνυποσχετικό και να πάμε σε μία διεθνή δικαιοδοσία». Μετά την υπογραφή της, κατά τα άλλα, «μη δεσμευτικής» Διακήρυξης των Αθηνών, στρώνουν το έδαφος και για την υπογραφή συνυποσχετικού και έτσι παράγουν τετελεσμένα που δένουν τη χώρα μας, χωρίς ουσιαστικά ανταλλάγματα ή δικλείδες ασφαλείας.

Γνωρίζουν πολύ καλά πως η πολιτική αυτή, όποτε εφαρμόστηκε (και εφαρμόστηκε πολλές φορές επίσημα ή ανεπίσημα τα τελευταία χρόνια), συνάντησε τοίχο στην αδιαλλαξία και τις ολοένα και πιο παράλογες αιτιάσεις της Άγκυρας. Και όμως επιμένουν, πιστεύοντας πως το μομέντουμ της πολυκρίσης, του πολεμικού κινδύνου, της γεωπολιτικής αστάθειας θα είναι επαρκής όρος για την αποδοχή των τετελεσμένων από την κοινωνία. Ας ελπίσουμε να διαψευστούν.


Τζαμί και η μονή της Χώρας

Λίγες μέρες πριν τη συνάντηση με τον Έλληνα πρωθυπουργό, ο Ερντογάν κάνει πράξη την, από τον 2020, ειλημμένη απόφαση για επαναλειτουργία της ιστορικής Μονής της Χώρας, στην Κωνσταντινούπολη, ως τζαμί. Με μια φιέστα εγκαινίων υψηλού συμβολισμού, που έτυχε μεγάλης δημοσιότητας στη γείτονα, ο Τούρκος πρόεδρος, δείχνει για ακόμη μια φορά τι εννοεί όταν μιλά για «ελληνοτουρκική προσέγγιση» και «αποφυγή των προκλήσεων. Η Μονή της Χώρας, με τις ιδιαίτερες βυζαντινές τοιχογραφίες και ψηφιδωτά, κατασκευάστηκε τον 6ο αιώνα και είναι χαρακτηρισμένη από την UNESCO ως «μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς». Μετατράπηκε σε τζαμί τον 15ο αιώνα, ενώ από το 1945 λειτουργεί ως Μουσείο.

Η κίνηση αυτή, ενταγμένη στα ισλαμικές και νεο-οθωμανικές ιδεολογικές ράγες του καθεστώτος της Τουρκίας, αποτελεί σημαντικό τετελεσμένο στον πολιτιστικό τομέα που σκοπό έχει να εξοβελίσει από τον δημόσιο χώρο σύμβολα βυζαντινής και χριστιανικής κληρονομιάς της περιοχής. Οι σύμμαχοι για μια ακόμη φορά νίπτουν τα χείρας τους, με χαρακτηριστική τη δήλωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ πως «ενθαρρύνει την Τουρκία να σεβαστεί την πολιτιστική ποικιλομορφία της» – κλείνοντας τα μάτια σε νέες εθνοκαθάρσεις ίσως!.

Τέλος, αναντίστοιχη και υποχωρητική είναι και η μέχρι τώρα αντίδραση της ελληνικής πλευράς. Το ΥΠΕΞ δηλώνει τη δυσαρέσκεια του, ο Κ. Μητσοτάκης δηλώνει πως θα θέσει το θέμα στη συνάντηση με τον Τούρκο πρόεδρο. Στην πράξη όμως δεν έχουμε καμιά θεσμική προσπάθεια καταδίκης ή μπλοκαρίσματος της σοβαρής αυτής πρόκλησης. Μάλλον η κινητοποίηση του υπουργείου Πολιτισμού, του υπουργείου Εξωτερικών, της διπλωματίας μας για να τεθούν θεσμικά εμπόδια στην αλλαγή της φυσιογνωμίας ενός «μνημείου παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς», θεωρείτε «υπερβολή» προς αποφυγή για να μην χαλάσει το «θετικό μομέντουμ». Όμως, όπως έχει δείξει και το προηγούμενο της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, η χλιαρή αυτή αντίδραση ενθαρρύνει και κανονικοποιεί το μοτίβο των τετελεσμένων της γείτονος, προετοιμάζοντας τις επόμενες προκλήσεις.


Κερδίζουμε κάτι από τη θετική ατζέντα;

Με αναφορά στα θετικά βήματα, αναμένεται να ξεκινήσει την ομιλία του στην Άγκυρα, ο Κ. Μητσοτάκης. Ποια είναι αυτά; Μα προφανώς τα «ήρεμα νερά στο Αιγαίο» με την απουσία υπερπτήσεων από τουρκικά αεροσκάφη, η συμφωνία για τη βίζα-εξπρές που προσελκύει Τούρκους τουρίστες σε 10 ελληνικά νησιά του Αν. Αιγαίου (τα ίδια πάνω-κάτω νησιά την κυριαρχία των οποίων συχνά πυκνά αμφισβητούν οι Τούρκοι αξιωματούχοι), καθώς και η αποκλιμάκωση των πιέσεων από τις μεταναστευτικές ροές προς τη χώρα μας. Πλάι στα παραπάνω και οι συμφωνίες της «θετικής ατζέντας» για αύξηση του διμερούς εμπορίου, της συνεργασίας στον τουρισμό, την πολιτική προστασία και αλλού.

Έχει κερδίσει όμως η χώρα μας από τη «θετική ατζέντα»; Η Διακήρυξη των Αθηνών, αλλά και όλη η ρητορική της θετικής ατζέντας, δίνει συγχωροχάρτι στην επεκτατική πολιτική της Τουρκίας. Η χώρα μας αναγνωρίζει την «ιδιαιτερότητα» της Άγκυρας -άλλωστε όλα είναι για εσωτερική κατανάλωση-, δηλώνει έτοιμη να κάνει τα στραβά μάτια σε σοβαρότατες προκλήσεις αρκεί να έχουμε «ήρεμα νερά». Με τον τρόπο αυτό, και στο όνομα της συνεργασίας, αποδέχεται στην πράξη την απαίτηση της Τουρκίας να έχει λόγο και ρόλο σε κάθε μικρή ή μεγάλη απόφαση που αφορά τη γραμμή Βαλκάνια – Θράκη – Αιγαίο – Κύπρος – Ν.Α. Μεσόγειο, καθιστώντας την Ελλάδα (και την Κύπρο) δυνάμει δορυφόρους της Τουρκίας.

Η πραγματικότητα είναι αμείλικτη, η επεκτατική φύση της Τουρκίας (που δεν εκφράζεται μόνο από τον Ερντογάν) τροφοδοτείται από τη γεωπολιτική, δημογραφική, στρατιωτική και παραγωγική της δυναμική (πάντα στην κόψη του ξυραφιού των γεωπολιτικών ισορροπιών διεθνών και εγχώριων), και έχει τα τελευταία χρόνια τροποποιήσει εις βάρος της χώρας μας το ισοζύγιο ισχύος. Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα αναζητείται μια πολιτική οικοδόμησης ισχύος και βαθμών κυριαρχίας, κόντρα στη ρευστοποίηση και την πολιτική οικειοθελούς παράδοσης που προωθούν σήμερα οι ελίτ.

από το «https://edromos.gr/»

 

Αφήστε ένα σχόλιο